- καταφίλημα
- καταφίλημα, το (AM) [καταφιλώ]μσν.1. ζωηρό, θερμό φίλημα2. (χωρίς επιτ. σημ.) φίλημααρχ.ερωτικό, λάγνο φίλημα («οἶς πρόσεστιν ή ἐκ καταφιλήματος, ἀλλ' οὐχ ἡ ἐκ γνησίου φιλήματος ἀποδοχή», Φίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφιλημάτων — καταφίλημα kiss neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)